- ἀεθλοθέτης
- ἀεθλοθέτης, ου, ὁ,A = ἀθλοθέτης, IG3.1171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀεθλοθέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεθλοθέτην — ἀεθλοθέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)